- ῥοπαλωτός
- ῥοπᾰλ-ωτός, ή, όν, as if from ῥοπαλόω,A club-shaped,
κύλιξ D.C.72.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύλιξ D.C.72.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροπαλωτός — ή, όν, Α κατασκευασμένος σε σχήμα ροπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ῥοπαλωτῇ — ῥοπαλωτός club shaped fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοπαλωτή — ῥοπαλωτός club shaped fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)